Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2021

ΑΦΑΝΕΙΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ- ΑΡΓΟΣ ΟΡΕΣΤΙΚΟ- ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΥΤΟΣ

 Ένας ήρωας της τουρκικής εισβολής του Αττίλα τον Ιούλιο του 1974 στην Κύπρο

Ο Νικόλαος Μπουρνούτος υπήρξε γόνος προσφύγων Μικρασιατών. Κυνηγημένοι από τους Τούρκους πρόσφυγες στην Ελλάδα οι γονείς του, έμελλε και ο ίδιος να ζήσει την Τουρκική αγριότητα σε μία άλλη, μεταγενέστερη εισβολή, υπερασπιζόμενος τα Ελληνικά χώματα και ιδεώδη.

      
Εικόνα: Ο Νικόλαος Μπουρνούτος το 1975

Γεννημένος το 1933, στη ζωή του, την γεμάτη από αξιοπρέπεια και σεβασμό στον εαυτό του και τον συνάνθρωπο, με πολύ υψηλό το αίσθημα του καθήκοντος απέναντι στην πατρίδα, έμεινε ο ίδιος ως το τέλος της ζωής του, κάνοντας τους ανθρώπους γύρω του περήφανους που τον γνώρισαν. 

Μένοντας ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία, βγήκε στο μεροκάματο και σε κάθε δουλειά που έβρισκε για να μπορέσει να ζήσει τα αδέλφια του, πέντε στον αριθμό. Η ζωή συνέχιζε έτσι, ως τα δεκάξι του χρόνια, ώσπου μια μέρα περιδιαβαίνοντας τον κεντρικό δρόμο του Άργους Ορεστικού πουλώντας εμπορεύματα είδε ένα στρατιωτικό φορτηγό, μια Καναδέζα όπως ονόμαζαν το μοντέλο εκείνη την εποχή, να κατεβάζει ένα ιδιότυπο γραφείο στη μέση του δρόμου. Θυμόταν συγκεκριμένα ότι εκείνη την ημέρα πουλούσε κουλούρια και καραμέλες στο δρόμο εκείνο. Πρωί ακόμα, αυτός είχε ριχτεί στο μεροκάματο. Είδε να στήνουν το γραφείο οι άνθρωποι του Ελληνικού Στρατού, και να ενημερώνουν τους νέους άνδρες που περνούσαν για την Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών, με σκοπό να στρατολογήσουν όσους μπορέσουν για να επανδρωθεί η Σχολή. Αμέσως αναγνώρισε ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή και έσπευσε ο ίδιος να κάνει αίτηση να τον προσλάβουν. Βέβαια τον απέρριψαν αυτοστιγμεί όταν έμαθαν το νεαρό της ηλικίας του. Όμως δεν έφυγε από εκείνη τη σκηνή. Μόλις οι υπεύθυνοι τελείωσαν την διαδικασία επιλογής και έδωσαν ένα περιθώριο λίγης ώρας στους επιλεγέντες να χαιρετήσουν την οικογένειά τους, να μαζέψουν και τα προσωπικά τους είδη, τους φόρτωσαν πάνω στην καρότσα και ξεκίνησαν να φύγουν για την Πελοπόννησο όπου βρισκόταν και η έδρα της ΣΜΥ. Εκείνη ακριβώς την ώρα, ο Νίκος πήδηξε πάνω στην καρότσα χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους στρατιωτικούς. Πήδηξε πάνω στην καρότσα, ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή φορώντας μόνο ένα φανελάκι. Φυσικά στην Πελοπόννησο που συνειδητοποίησαν τον "λαθρεπιβάτη" δεν υπήρχε περίπτωση να τον επιστρέψουν, κι έτσι κατατάγηκε στην πολυπόθητη υπηρεσία.

Εικόνα: Ο Νίκος Μπουρνούτος στη ΣΜΥ δεκαέξι χρονών. Όρθιος δεύτερος από αριστερά

Το 1966 παντρεύεται τη Μαρία επίσης απόγονο Μικρασιατών προσφύγων και γόνο αριστοκρατικής οικογενείας. Και τον ίδιο καιρό μετατίθεται στην Κύπρο στην ΕΛΔΥΚ. Με τη σύζυγό του αποκτούν δύο παιδιά τον Βασίλη και τον Γιώργο. Και το 1973 μετακομίζουν οικογενειακώς στην Κύπρο. 

Εικόνα: Ο Νίκος Μπουρνούτος διμοιρίτης σε παρέλαση 


Ένα χρόνο διήρκησε η ειρηνική ζωή. Τον Ιούλιο του 1974 έγινε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, επονομαζόμενη και ως Αττίλας. ο Νίκος βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος στο πλευρό του Διοικητή της ΕΛΔΥΚ Παναγιώτη Σταυρουλόπουλου υπερασπιζόμενοι το αεροδρόμιο. Κάποια μέρα τότε, ενώ οδηγούσε τη διμοιρία του σε μάχη, προσπαθούσαν να περάσουν απέναντι ένα ποτάμι. Και αντιλήφθηκαν ότι πιο μακριά, κάποια γυναίκα, αγνώστου καταγωγής προσπαθούσε να περάσει το ποτάμι κρατώντας αγκαλιά το μωρό της. Κι επειδή δεν το κατάφερνε, άφησε το μωρό πίσω από κάποιους θάμνους και προσπαθούσε να βρει τρόπο να περάσει το ποτάμι. Και ξαφνικά το πέρασε. Είχε ήδη αντιληφθεί τους στρατιώτες και ήταν κατατρομαγμένη. Οι στρατιώτες προσποιήθηκαν ότι δεν την πρόσεξαν. Πήραν το μωρό και το πέρασαν απέναντι στο ποτάμι μαζί τους. Άφησαν το μωρό ασφαλές σε μέρος που το έβλεπε η γυναίκα, η οποία έτρεξε να το πάρει. 
Πολύ σύντομα, την πρώτη κιόλας εβδομάδα, ο Νίκος τραυματίζεται στην κνήμη, λίγο κάτω από το γόνατο από τουρκικό βλήμα. Η σφαίρα διαπέρασε το πόδι από μπροστά, διέλυσε την κνήμη και την περόνη και βγαίνοντας από το πίσω μέρος ξεκόλλησε και πήρε όλη τη γάμπα. Δεν υπήρχε πλέον γάμπα. Μόνο οστό. Πολύ αργότερα ακόμα το θυμόταν και νευρίαζε για την παραβίαση των όρων του πολέμου από τους Τούρκους, γιατί αυτά τα βλήματα ήταν απαγορευμένα, γιατί έκανα πολύ μεγάλη ζημιά. Διοικούσε ένα πεζοπόρο τμήμα και πολεμούσε όλη μέρα. Ήταν σούρουπο και δέχτηκαν επίθεση. Και έκαναν έφοδο. Η σφαίρα τον βρήκε μπροστά. Όχι πίσω. Άξιος συνεχιστής του αρχαίου ελληνικού ιδεώδους των Σπαρτιατών. Όταν έπεσε, ο Νίκος έδιωξε τη διμοιρία του για να μην την θέσει σε κίνδυνο. Έμεινε στον συγκεκριμένο χωματόδρομο, γνωρίζοντας ότι κάποια στιγμή θα περάσουν ελληνικά οχήματα να περισυλλέξουν στρατιώτες. Έμεινε εκεί, κάτω από ένα δέντρο πλάι στο δρόμο όλη τη νύχτα. Και έβρεχε όλη νύχτα. Το επόμενο πρωί όντως ήρθε ένα φορτηγό του ελληνικού στρατού που περισυνέλλεγε τραυματίες. Τον πέταξαν σαν τσουβάλι πάνω στην καρότσα, και έπεσε πάνω σε άλλα κορμιά, τραυματισμένα ή πλέον νεκρά. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος: "μας πετούσαν επάνω κυριολεκτικά σα σακιά. Οι επιζώντες κουνιόμαστε για να αναρριχηθούμε προς τα πάνω και από κάτω μας ήτανε νεκρά κορμιά. Δηλαδή πραγματικά οποίος είχε δύναμη να κουνηθεί κουνιόταν πιο πάνω για να επιβιώσει και οι υπόλοιποι κάτω ήταν νεκροί. Όποιος είχε δύναμη να ανέβει πάνω σωζόταν, και οι νεκροί πηγαίνανε προς τον πάτο." Έτσι, τον περισυνέλλεξαν, τον μετέφεραν σε κάποιο νοσοκομείο και σώθηκε.
Όλες αυτές τις ημέρες όμως, η οικογένειά του βίωνε το δικό της δράμα, ανάλογο των κινηματογραφικών σεναρίων. Όπου η οθόνη αντιγράφει τη ζωή. 
Η οικογένεια του Νίκου, η σύζυγος με τους δύο γιούς τους, ζούσαν στο σπίτι που νοίκιαζαν στη Λεμεσό. Ήταν ένα μικρό διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Απέναντί τους ζούσε ένας αστυνομικός, ο Λοφίτης (επίθετό του). Διατηρούσαν οι δύο οικογένειες πολύ καλές σχέσεις γειτνίασης. Όταν άρχισε ο πόλεμος, αφού δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο, αυτός ενημέρωνε για τα γεγονότα την οικογένεια του Νίκου. Κάθε μέρα, για λίγο, κολλούσε πάνω στο τζάμι της κουζίνας ένα χαρτόνι με την ενημέρωση. Μόλις η Μαρία, η σύζυγος του Νίκου το διάβαζε, αυτό κατέβαζε το χαρτόνι από το παράθυρο. Και άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Τα δύο αγόρια μη γνωρίζοντας φόβο διασκέδαζαν από τον θόρυβο που έκαναν, αντίθετα με την τρομοκρατημένη μητέρα. Και μία μέρα, τις πρώτες ημέρες της εισβολής, ήρθε η ανίερη ενημέρωση: οι Τούρκοι είχαν βγάλει την οδηγία να σφαγιαστούν οι οικογένειες των Ελλήνων στρατιωτών, ώστε να ξεκινήσει παράλληλα και ψυχολογικός πόλεμος. Έτσι, ο Λοφίτης, τους συμβούλεψε για τις επόμενες κινήσεις τους. Πάντα θα κρατούσε κάποιος τσίλιες για να αντιληφθεί και την παραμικρή κίνηση των Τούρκων. Και μόλις τους δουν να πηδήξουν από το μπαλκόνι της κουζίνας. Ενήργησε τάχιστα και έφερε ένα φορτηγό χώμα και το ξεφόρτωσε κάτω από το μπαλκόνι της κουζίνας, με την προοπτική να πηδήξουν από το μπαλκόνι και να τρέξουν να βρουν καταφύγιο στο σπίτι του. Και όντως, σε βάρδια που φυλούσε ο μικρός Βασίλης, είδε να ανεβαίνουν την εξωτερική σκάλα, όσο μπορούσαν πιο κρυφά, σκυμμένοι κάμποσοι Τούρκοι. Ήταν βράδυ και οι υπόλοιποι κοιμόταν. Το παιδί πήγε τρομοκρατημένο και ξύπνησε τη μητέρα. Αυτή αμέσως άρπαξε τα παιδιά και πήδηξε από το μπαλκόνι πάνω στο χώμα. Και τραβώντας τα πήγε και ζήτησε καταφύγιο στο απέναντι σπίτι του Λοφίτη. Μόλις μπήκαν μέσα, πήγαν στα παράθυρα και κρυφά έβλεπαν τι συνέβαινε στο σπίτι τους. Εύκολο ήταν αυτό. Ένας δρόμος τους χώριζε. Λίγα λεπτά έμειναν οι Τούρκοι μέσα. Μόλις είδαν ότι το σπίτι ήταν άδειο, το περιέλουσαν με πετρέλαιο και το έβαλαν φωτιά. Φεύγοντας, είδαν το οικογενειακό αυτοκίνητο, ένα μπλε Peugeot, και ο ένας από αυτούς έριξε μια χειροβομβίδα από κάτω του. Το ανατίναξε. Αμέσως ο αστυνομικός έδωσε νέες οδηγίες όσον αφορά στους βομβαρδισμούς. 
Και πέρασαν μερικές μέρες. Και ήρθε ένα στρατιωτικό όχημα και τους παρέλαβε. Και τους φυγάδευσαν μαζί με άλλες οικογένειες Ελλήνων στρατιωτών. Τους πήγαν στα ορεινά. Σε φυλάκια κυρίως έμεναν, ώσπου να ξαναφύγουν. Και είχε αρχίσει η πείνα και θέριζε. Και η οικογένεια κρατήθηκε ζωντανή με τα χαρούπια που ήταν ώριμα εκείνη την εποχή. Ευτυχώς. Κάποια μέρα, και ενώ βρίσκονταν σε ένα στρατόπεδο, δέχτηκαν επίθεση από αέρος. Τα βλήματα έσκαγαν παντού και μπροστά στα έντρομα μάτια των παιδιών ένα έσκασε στο κεφάλι ενός φαντάρου. Το κεφάλι του εξαερώθηκε, και το νεκρό κορμί του πετάχτηκε με περισσή φόρα στον τοίχο του στρατοπέδου γεμίζοντας τον τόπο αίματα. "Εμπειρίες φοβερές, τραγικές", αναφέρει ο μικρός τότε γιος, ο Γιώργος. 
Κάποια στιγμή τις επόμενες ημέρες, η μητέρα έμαθε που βρισκόταν ο πατέρας τραυματισμένος. Και κατευθύνθηκαν σ' εκείνο το υπαίθριο νοσοκομείο. Και η επανένωση της οικογένειας ήταν συγκινητική. Και τρομαχτική ταυτόχρονα λόγω του βαριού τραυματισμού το πατέρα. Και οι γιατροί ζήτησαν από τη μητέρα να υπογράψει για να κόψουν το πόδι του πατέρα γιατί η γάγγραινα καραδοκούσε. Η μητέρα όμως αρνήθηκε πεισματικά, και κατάφερε ο γιατρός της μονάδας, ένας Πόντιος μεγαλόσωμος να της δώσει την εξής συμβουλή: Να πλένει το πόδι με αλατόνερο και να τρίβει τους νεκρούς ιστούς. Έτσι κι έκανε ανελλιπώς. Και επειδή το νοσοκομείο ήταν υπαίθριο, οι κραυγές πόνου του πατέρα δεν μπορούσαν να κρυφτούν με τίποτα. Σιγά-σιγά όμως έθρεψε το πόδι και οι κραυγές και οι πόνοι σταμάτησαν. Η γυναίκα είχε σώσει το πόδι του άντρα της, επειδή γνώριζε πόσο υπερήφανος ήταν αυτός και ότι δεν θα μπορούσε να επιζήσει ως "σακάτης". 
Μετά από λίγες ημέρες η οικογένεια έφυγε και εγκαταστάθηκε σ' ένα σπίτι στην Καστοριά, στην Τσόντου Βάρδα. Εκεί ζούσε η αδελφή της Μαρίας. Και ενάμισι μήνα μετά επέστρεψε στην πατρίδα και ο Νίκος. Όρθιος, με το μπαστούνι του πλέον μόνιμο συνοδό. Όρθιος και ζωντανός όμως. Στη συνέχεια της ζωής του ο Νίκος, αρνήθηκε την αναπηρική σύνταξη, από περηφάνια και μόνο και συνέχισε να υπηρετεί ως μόνιμος υπαξιωματικός. Αποστρατεύτηκε όταν ήρθε η ώρα με τον βαθμό του Υπολοχαγού. 
Εικόνα: ο Νίκος Μπουρνούτος 1ος αξιωματικός από αριστερά με την επίσημη στολή του

Εικόνα: ο Νίκος Μπουρνούτος 3ος από αριστερά με το λευκό πουκάμισο στους όρθιους

Ο Νίκος Μπουρνούτος έφυγε από τη ζωή πριν λίγα χρόνια. Η ζωή και ο θάνατός του ήταν το ίδιο αξιοπρεπείς όσο και στα χρόνια της νιότης του. Με περηφάνια και καθήκον απέναντι στα ιδανικά, με την πατρίδα κορωνίδα!

ΑΘΑΝΑΤΟΣ!