Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

ΑΦΑΝΕΙΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ- ΑΡΓΟΣ ΟΡΕΣΤΙΚΟ- ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

 Στα πλαίσια των Βουλγαρικών βιαιοπραγιών, με αρχηγό τον Βούλγαρο σύνδεσμο Αντόν Κάλτσεφ, το λουτρό αίματος δεν άφησε ούτε μια γωνιά της Δυτικής Μακεδονίας να μη λουστεί στο αίμα. Ήταν γνωστός για την εμμονή του στην τρομοκρατία, και εφεύρισκε συνεχώς νέους τρόπους βασανισμού και δολοφονιών. Ένας από αυτούς ήταν η τακτική μαζική εκτέλεση τυχαίων και μη πολιτών. Δικαίως ονομάστηκε «ο κακός δαίμων της Δυτικής Μακεδονίας». Αρκούσε μόνο μια υπόδειξη των κομιτατζήδων. Με τις ευχές του εγκληματία Ιταλού υπολοχαγού Τζιοβάνι Ραβάλλι, που ήταν ο πιστότερος φίλος του Βούλγαρου. Δημιούργησε τα «τάγματα ερευνών» με σκοπό την εκκαθάριση της Δυτικής Μακεδονίας από τα αντιδραστικά στο καθεστώς στοιχεία. Ή και από όποια άλλα «στοιχεία» υποδείκνυαν οι Βούλγαροι και κομιτατζήδες φίλοι τους.  Και το λουτρό αίματος ξεκίνησε.

Φωτογραφία 1: Κάλτσεφ και Ραβάλλι στη δίκη τους

Θύματα πάμπολλα σπάρθηκαν στα ματωμένα χώματα. Άνθρωποι καθημερινοί, πολίτες αφοσιωμένοι στη ζωή τους, χωρίς διενέξεις, που αγαπούσαν την πατρίδα και την οικογένειά τους. Έτσι, σαν σήμερα, λαμβάνουν χώρα 2 ομαδικές εκτελέσεις Αργιτών στο Άργος Ορεστικό και στην Καστοριά. Οι συλλήψεις άμεσες, κατηγορητήρια ανύπαρκτα, και εκτελέσεις ακόμα πιο άμεσες.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Πέτρου Κανόπουλου.

Ο Πέτρος Κανόπουλος γεννήθηκε στη Βόρειο Ήπειρο περίπου στα 1890. Γεννήθηκε Κάπου στην ευρύτερη περιοχή της Κορυτσάς. Ήτανε μία πολυμελής οικογένεια είχε πολλά αδέρφια. Το αποτέλεσμα ήταν να φύγει πολύ νωρίς μετανάστης στην Αμερική. Έμεινε περίπου 10 χρόνια εκεί.  Στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψε το 1920. Έφερε αρκετά χρήματα που έκανε στην Αμερική.

Φωτογραφία 2: ο Πέτρος Κανόπουλος στα χρόνια της μετανάστευσής του στην Αμερική.

Τα επένδυσε στην αγορά του σπιτιού του στο Άργος Ορεστικό, που ανήκε σε κάποιον Τούρκο παλιότερα. Ήρθε στο Άργος Ορεστικό επειδή είχαν έρθει συγγενείς του εδώ πέρα. Μετά την αγορά του σπιτιού, ασχολήθηκε με το εμπόριο των πήλινων. Το Άργος Ορεστικό ήταν κέντρο αγγειοπλαστικής εκείνη την εποχή της Δυτικής Μακεδονίας. Η δουλειά του έφτασε μέχρι και τη Θεσσαλονίκη, πόσο καλός έμπορος ήταν. Αργότερα, άφησε το εμπόριο των πήλινων, για Άνοιξε ένα μπακάλικο. Ήταν σούπερ μάρκετ εκείνη την εποχή, είχε τα πάντα μέσα. Παντρεύτηκε την Κυριακούλα Λαγγιώτη από την Καστοριά και δημιούργησαν την οικογένειά τους.

Φωτογραφία 3: το ζεύγος Κυριακούλα Λαγγιώτη και Πέτρος Κανόπουλος

Ήταν ένας άνθρωπος που γνώριζε πέντε γλώσσες, πολύ μορφωμένος για την εποχή του. Για αυτό το λόγο, οι συναναστροφές του στο Άργος Ορεστικό ήταν δάσκαλοι, έμποροι, και γενικά επιφανείς στο Άργος Ορεστικό εκείνης της εποχής. Με την κυρία Κούλα απέκτησαν δύο παιδιά Ένα αγόρι, και ένα κορίτσι. Το αγόρι ονομαζόταν Παναγιώτης αλλά απεβίωσε πολύ νωρίς επειδή χτυπήθηκε από τη μάστιγα της, την διφθερίτιδα. Η κόρη τους ονομαζόταν Ωραιοζήλη.  Το 1943, κατά τη γερμανική κατοχή, το μαγαζί του λεηλατήθηκε και όπως ήταν αναμενόμενο η επιχείρηση καταστράφηκε. υπήρχαν υπόνοιες ότι εργαζόταν για την εθνική αντίσταση.  Αυτό που συνήθιζε να λέει στη γυναίκα του ήταν " δεν χρειάζεται να ξέρεις, γιατί όσα λιγότερα ξέρεις, πόσο καλύτερα θα είσαι ασφαλισμένη εσύ και το παιδί μας".

Φωτογραφία 4: ο Πέτρος Κανόπουλος προς το τέλος της ζωής του

Στις 25 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, όπως ορίζει το έθιμο, είχαν μαγειρέψει γριβάδι για να φάνε. Κάποια στιγμή Χτύπησε η πόρτα και ήταν ένας κομιτατζής με όπλο και ζήτησε να τον πάρει στο Φρουραρχείο. Φρουραρχείο υπήρχε στο Άργος Ορεστικό. Προσπάθησε να καθησυχάσει τις γυναίκα του λέγοντας ότι είναι τυπικό το ζήτημα γιατί δεν έχει κάνει κανένα κακό. Επρόκειτο για μία τυπική κατάθεση. Όμως τον κράτησαν στο Φρουραρχείο. Η σύζυγος του ζήτησε βοήθεια από έναν γνωστό ο οποίος μεσολάβησε και τελικά τον άφησαν ελεύθερο την πρώτη βραδιά. Όμως την επόμενη μέρα 26 Μαρτίου τον ξαναπήραν στο Φρουραρχείο. Και τον κράτησαν μέσα. Την επόμενη μέρα, 27 Μαρτίου, τους οδήγησαν στον τόπο εκτέλεση. Κανείς δεν ήξερε τίποτα. Η γυναίκα του άκουσε φασαρία στο δρόμο και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Σοκαρισμένη ανακάλυψε ότι ανάμεσα σε άλλους οδηγούνταν και άντρας της για εκτέλεση. Τότε ο Πέτρος Κανόπουλος αφού τις είδε, έβγαλε το ρολόι του και προσπάθησε να το δώσει στη γυναίκα του. Όμως οι κομιτατζήδες δεν τον άφησαν, του το άρπαξαν από το χέρι. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει, το τελευταίο πράγμα η οικογένεια του ήταν ότι έβγαλε το καπέλο του και τις χαιρέτησε. Και φώναξε στη γυναίκα του: "Γυναίκα Το παιδί μας,  να προσέξεις το παιδί μας. Βάρος Το παιδί μας". Αυτά ήταν και τα τελευταία του λόγια. Οδηγήθηκε μπροστά στην βρύση που υπήρχε πίσω από το σημερινό Δημαρχείο του Άργους Ορεστικού, μιας κι εκεί ήταν ο τόπος εκτέλεσης.

Δεν τόλμησαν οι γυναίκες να παρευρεθούν στην εκτέλεση. Άκουσαν μόνο τους πυροβολισμούς. Η εκτέλεση έλαβε χώρα από βούλγαρους κομιτατζήδες. Δεν επέτρεψαν καν να γίνει η κηδεία. Φόρτωσαν όλους τους νεκρούς σε ένα κάρο και πήγαν τους πέταξαν σε ομαδικό τάφο. Πολύ αργότερα, τη δεκαετία του'50, όταν έγινε η εκταφή των οστών, κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ποιος. Όμως ο Πέτρος Κανόπουλος, επειδή είχε ζήσει στην Αμερική, είχε βάλει χρυσά δόντια. Από κει αναγνώρισαν τον σκελετό και πήραν τον εαυτό του και το έβαλαν στο κοιμητήριο.

Όσο κι αν έψαξε αργότερα η σύζυγος του, δεν μπόρεσε να βρει καμία στοιχειοθετημένη κατηγορία. Μια αοριστία ότι ήταν εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών.

Όμως ο Πέτρος Κανόπουλος δεν εκτελέσθηκε μόνος. Την ίδια μέρα εκτέλεσαν άλλους 6 συντοπίτες του. Όπως αναφέρεται  στη Γενική Διοίκησις Μακεδονίας: «Α.Π. Υποδιοίκησις Χωροφυλακής Καστοριάς, αναφορά της 10/5/43:

Εις Άργος Ορεστικόν εξετελέσθηκαν άνευ παραπομπής εις δίκην οι κάτωθι κάτοικοι:

1). Ζιτσάκος ή Σγούρης Δημήτριος ετών 30

2). Κανόπουλος Πέτρος ετών 50

3). Βογιατζάκης Δαμιανός ετών 30

4). Αποστολίδης Ευάγγελος ετών 26

5). Αναστασιάδης ή Σαγκότσης Λάζαρος ετών 32

6). Αναστασιάδης Ιωάννης του Θωμά ετών 17

7). Μαυρίδης Ευλάμπιος ετών 40

Προς τιμήν του ο δρόμος στον οποίο βρισκόταν το σπίτι του ονομάστηκε από την Πολιτεία οδός Πέτρου Κανόπουλου.

Φωτογραφία 5: η οδός Πέτρου Κανόπουλου

ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΗΜΗ!


ΠΗΓΕΣ:

ΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΝ ΟΡΓΙΟΝ ΑΙΜΑΤΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ (1941- 1944)- ΕΜΜ. Θ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Προσωπικό αρχείο συνεντεύξεων και φωτογραφιών

ΑΦΑΝΕΙΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ- ΑΡΓΟΣ ΟΡΕΣΤΙΚΟ- ΗΛΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ

 Στα πλαίσια των Βουλγαρικών βιαιοπραγιών, με αρχηγό τον Βούλγαρο σύνδεσμο Αντόν Κάλτσεφ, το λουτρό αίματος δεν άφησε ούτε μια γωνιά της Δυτικής Μακεδονίας να μη λουστεί στο αίμα. Ήταν γνωστός για την εμμονή του στην τρομοκρατία, και εφεύρισκε συνεχώς νέους τρόπους βασανισμού και δολοφονιών. Ένας από αυτούς ήταν η τακτική μαζική εκτέλεση τυχαίων και μη πολιτών. Δικαίως ονομάστηκε «ο κακός δαίμων της Δυτικής Μακεδονίας». Αρκούσε μόνο μια υπόδειξη των κομιτατζήδων. Με τις ευχές του εγκληματία Ιταλού υπολοχαγού Τζιοβάνι Ραβάλλι, που ήταν ο πιστότερος φίλος του Βούλγαρου. Δημιούργησε τα «τάγματα ερευνών» με σκοπό την εκκαθάριση της Δυτικής Μακεδονίας από τα αντιδραστικά στο καθεστώς στοιχεία. Ή και από όποια άλλα «στοιχεία» υποδείκνυαν οι Βούλγαροι και κομιτατζήδες φίλοι τους.  Και το λουτρό αίματος ξεκίνησε.

Φωτογραφία 1: Κάλτσεφ και Ραβάλλι στη δίκη τους

Ο Ηλίας Ελευθεριάδης γεννήθηκε το 1907 στον Πόντο και ήταν πολυμελής οικογένειας. Είχε άλλα δύο αδέλφια, τον Γιάννη και την Ανάστα (Αναστασία). Επίσης και ένας αδελφός που είχε μείνει στον Πόντο και χάθηκε εκεί πολεμώντας τους Τούρκους. Ήρθε στην Ελλάδα το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην αρχή της εδώ ζωής του επισκεφτόταν την αδελφή του Ανάστα στο Αμπελοχώρι, χωριό έξω από το Άργος Ορεστικό. Ο ίδιος έμενε στο Άργος Ορεστικό. Ασχολήθηκε με την γεωργία. Παντρεύτηκε την Άννα Τσινικλίδου και έζησαν στο Άργος Ορεστικό. Είχαν κάνει εννιά παιδιά, εκ των οποίων έζησαν τα έξι. Αυτά ήταν: η Κυριακή, ο Κωνσταντίνος, ο Αθανάσιος, ο Ιωάννης , ο Γεώργιος , και ο Ελευθέριος. Όλα τα παιδιά, προς τιμήν του πατέρα τους βάπτισαν τα αγόρια τους, τους γιούς τους με το  όνομα του: ΗΛΙΑΣ.

 
Φωτογραφίες 2, 3: Ηλίας Ελευθεριάδης και Άννα Τσινικλίδου

Κάποια μέρα, στις 23 Μαρτίου 1943, ερχόμενος από το Αμπελοχώρι όπου είχε επισκεφτεί την αδελφή του, τον περίμεναν Βούλγαροι κομιτατζήδες στην γέφυρα του Αλιάκμονα. Τον άρπαξαν και τον μετέφεραν στις φυλακές τους που βρίσκονταν στο Άργος. Εκείνη την ημέρα  οι κομιτατζήδες συνέλαβαν συνολικά στο Άργος Ορεστικό τους

1)    Ευάγγελος Γιαγκόπουλος

2)    Γεώργιος Μπακαΐμης

3)    Στυλιανός Ιακωβίδης

4)    Ευστάθιος Ευσταθιάδης

5)    Ηλίας Ελευθεριάδης

6)    Θεμιστοκλής Ζαΐμίδης

7)    Αργύριος Γκούτιος

8)    Μιχαήλ Μαγγιλιώτης 

9)    Αβραάμ Παυλίδης από τον συνοικισμό Βέρνης.

Έμειναν στην φυλακή για 7 ημέρες. Εκεί, έγραψε κι ένα γράμμα στη γυναίκα του στο οποίο φαινόταν ότι δεν είχε αυταπάτες για την εξέλιξη του. Σ’ αυτό το γράμμα, την παρακαλούσε, επειδή ήταν έγκυος στον γιο του, όταν γεννηθεί και αν είναι αγόρι, να τον ονομάσει Λευτεράκη, για να λειτουργήσει ως καλός οιωνός για να ελευθερωθεί η Ελλάδα από τους Βούλγαρους. Αυτό το γράμμα η Άννα το φυλούσε ως κόρη οφθαλμού στον κόρφο της ώσπου πέθανε, πολλά χρόνια αργότερα.

Οδηγήθηκαν στο βουλγαρικό φρουραρχείο. Εκεί, ο αρχικομιτατζής φρούραρχος τους ρώτησε αν είναι Μακεδόνες ή Έλληνες.  «Είμαστε όλοι Έλληνες», του απάντησαν φωνάζοντας. Κατόπιν τους οδήγησαν κοντά στο τότε Νεκροταφείο της Καστοριάς. Τότε αυτό βρισκόταν πέρα από την Καστοριά, προς τον Απόσκεπο. Εκεί ήταν και ο τόπος εκτέλεσης των κρατουμένων. Τους έστησαν, μπροστά στο απόσπασμα, και τους τουφέκισαν.

35 χρονών ήταν ο Ηλίας όταν εκτελέστηκε. Όταν μαθεύτηκε το νέο, με θρήνους μεγάλους κίνδυνο της ζωής της, η Άννα, σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης πήγε να ζητήσει το σώμα του συζύγου της να το θάψει. Την έβαλαν μέσα στην φυλακή και την χτύπησαν. Ξανά και ξανά. Όμως επέζησε και αυτή και το παιδί της. Φυσικά δεν της έδωσαν το σώμα. Και όταν αυτή ζήτησε το παλτό του, τον έβγαλαν και του το πήραν. Και λοιδορώντας την, στο τέλος της το πέταξαν στα μούτρα. Όλα τα σώματα των εκτελεσθέντων τα έριξαν σε μία τρύπα εκεί στο νεκροταφείο. Πολλά χρόνια αργότερα κατάφεραν οι συγγενείς να ανακτήσουν τα οστά τους.

 Οι εκδοχές που έμαθε αργότερα η οικογένειά του για το λόγο της εκτέλεσης, ήταν διάφορες. Η πρώτη ήταν ότι απλώς κίνησε τον φθόνο των κομιτατζήδων, ή άλλων δοσίλογων της εποχής. Επειδή είχε το καλύτερο ζευγάρι βουβάλια για όργωμα, κάποιος το επιβουλεύτηκε και εκτελώντας τον, τα άρπαξε. Εξ’ άλλου η ζωή των Ελλήνων εκείνη την εποχή βρισκόταν σε διαρκή κίνδυνο και δεν είχε καμία αξία. Η πιο σημαντική, και μάλλον πιο ρεαλιστική εκδοχή όμως ήταν ότι το σπίτι του, ευρισκόμενο στην άκρη τότε του Άργους, προσέφερε φιλοξενία σε στρατό και αντάρτες που πολεμούσαν για την Εθνική Αντίσταση.  Η Άννα και ο Ηλίας πολύ συχνά δέχονταν στρατιώτες και αντάρτες και τους φίλευαν με ό, τι είχαν στο σπιτικό τους. Κι επειδή το σπίτι είχε και στάβλο, περιποιούνταν και τα άλογά τους. Οπότε ήταν σεσημασμένος ο Ηλίας. Ίσως η σύλληψη και εκτέλεσή του να ήταν αποτέλεσμα συνδυασμού των παραπάνω εκδοχών.

Προς τιμήν αυτού του αφανούς ήρωα, η Πολιτεία ονόμασε μία οδό με το όνομά του.



Φωτογραφία 4: η πινακίδα της οδού που φέρει το όνομα του Ηλία Ελευθεριάδη

ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΗΜΗ!

 

ΠΗΓΕΣ:

ΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΝ ΟΡΓΙΟΝ ΑΙΜΑΤΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ (1941- 1944)- ΕΜΜ. Θ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Προσωπικό αρχείο συνεντεύξεων και φωτογραφιών

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ

 

Η “Τραγουδίστρια της Νίκης”, ήταν μια γυναίκα με ήθος και αξιοπρέπεια. Μα πάνω απ’ όλα γενναιότητα. Μόνο με αυτά τα χαρακτηριστικά θα μπορούσε μια γυναίκα με την τέχνη της να μιλήσει στην ψυχή των παλικαριών που πολεμούσαν στα βουνά για την ελευθερία της πατρίδας τους. Μια γυναίκα που όταν το σώμα των Ελλήνων δεν άντεχε άλλο η φωνή της γινόταν τα χέρια τους που κρατούσανε τα όπλα και τα πόδια τους που περπατούσαν μέσα στο χιόνι για να νικήσουν τον εχθρό. Κατά τη μαρτυρία ενός ήρωα- πολεμιστή του έπους του ’40:

"Είχαμε να φάμε και να κοιμηθούμε μέρες. Οι δυνάμεις μας, μας είχαν εγκαταλείψει μέσα στο κρύο και το χιόνι. Η φωνή της Σοφίας Βέμπο, που τραγουδούσε στην πρώτη γραμμή και αντιλαλούσε στα βουνά μας εμψύχωνε και μας έδινε δύναμη να συνεχίσουμε τον αγώνα. Πάνω τους παιδιά. Μην σταματάτε και τραγουδούσε πάλι το “Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά”.

Φωτογραφία: η τραγουδίστρια της νίκης

Η Σοφία Βέμπο, κατά κόσμον Έφη Μπέμπου γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Θράκης στις 11  Φεβρουαρίου 1910. Έφυγε από τη ζωή στις 9 το πρωί του Σαββάτου 11/3/1978 σε ηλικία 68 ετών  από εγκεφαλικό επεισόδιο στο σπίτι της στην οδό Στουρνάρη. Η κηδεία της κατέληξε σε λαϊκό προσκύνημα.

Λίγο μετά τη γέννησή της άρχισαν οι τουρκικοί διωγμοί και η οικογένεια της αναγκάστηκε να αφήσει την πατρίδα της και να μετοικίσει στην Κωνσταντινούπολη.   Ο πατέρας της Θανάσης, εκεί εργάσθηκε ως καπνεργάτης για να μεγαλώσει τα παιδιά του, την Σοφία, την Αλίκη, τον Τζώρτζη και τον Ανδρέα, Αποδείχτηκε όμως ότι στη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν ήταν ασφαλείς και πήραν για άλλη μια φορά τον δρόμο της ξενιτιάς. Το 1914 στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών με την Τουρκία, επί Κυβερνήσεως Ε. Βενιζέλου, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Τσαριτσάνη όπου ο πατέρας της βρήκε εργασία επίσης ως καπνεργάτης, Όμως ούτε αυτή η προσπάθεια ήταν μόνιμη γιατί αργότερα μετακόμισαν στον Βόλο. Ξεκίνησε να εργάζεται ως ταμίας σε γνωστό κατάστημα της περιοχής και επειδή της άρεσε η μουσική, αγόρασε μια κιθάρα και έμαθε να παίζει τις πρώτες νότες. 

Μεγαλωμένη με αυστηρές οικογενειακές αρχές, προσπαθούσε πάντα στη ζωή της- ως το μεγαλύτερο παιδί- να δίνει το σωστό παράδειγμα. Έτσι, όπως είχε πει η ίδια:

«Όσο μεγάλωνα τόσο γινόταν συνείδησις μέσα μου ο προορισμός της ζωής μου. Και προορισμός μου επίστευα πως ήταν να παντρευτώ και να δημιουργήσω δική μου οικογένεια. Εάν μου έλεγαν τότε ότι το 1947 θα ήμουν ανύπανδρη και θα είχα ως επάγγελμα να λέω τραγούδια στο θέατρο, ομολογώ πως θα εθύμωνα πολύ και ίσως έβαζα τα κλάματα. Στο σπίτι μου επίστευαν και με εδίδασκαν ότι έπρεπε να γίνω μια καλή νοικοκυρά, μια τρυφερή σύζυγος και μια στοργική μητέρα

Κάποια χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 η Σοφία μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη όπου σ’ ένα ζαχαροπλαστείο άρχισε τυχαία να τραγουδά. Κόσμος συνέρρεε να απολαύσει την γλυκύτητα της φωνής της μαζί με το γλυκό της επιχείρησης. Το μεγάλο της ταλέντο, ανακάλυψε ένας ιμπρεσάριος, ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, όταν την άκουσε να τραγουδά στην πλώρη του πλοίου Α/Π ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ, με το οποίο η Σοφία ταξίδευε από τον Βόλο προς την Θεσσαλονίκη, για να συναντήσει τον αδελφό της Τζώρτζη. Το αποτέλεσμα ήταν , δύο χρόνια αργότερα, το 1932 να την ανακαλύψει και να την προσλάβει ο θεατρικός επιχειρηματίας Φώτη Σαμαρτζής, ο οποίος της έκλεισε εμφανίσεις στο κοσμικό κέντρο «Αστόρια» κοντά στον Λευκό Πύργο, η επιτυχία της ήταν τόσο άμεση και μεγάλη που την επόμενη κιόλας χρονιά έφυγε για την Αθήνα.  Το ημερολόγιο έδειχνε 10 Δεκεμβρίου 1933. Εμφανίστηκε αρχικά στο θέατρο «Κεντρικόν» «Παπαγάλος 1933» ερμηνεύοντας τραγούδια  των Μιχαλη Σουγιούλ, Κώστα Γιαννίδη και Μίμη Τραϊφόρου. -Ο Τραϊφόρος υπήρξε μεγάλος της έρωτας, και μετά από πολλά χρόνια σχέσης ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου.- Εκείνη την πρώτη χρονιά της Αθήνας ο μεγάλος συγγραφέας και στιχουργός Πολ Νορ (Νίκος Νικολαΐδης) της άλλαξε το επίθετο και της έδωσε το καλλιτεχνικό της πλέον όνομα… Σοφία Βέμπο. Το πρώτο τραγούδι της καριέρας της Βέμπο είναι η Όμορφη τσιγγάνα, ενώ το πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησε είναι το «Μη ζητάς φιλιά», της εταιρείας Παρλοφόν, το 1934. 


Έως το 1939 η Βέμπο έχει ήδη αναγνωριστεί και καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού.

Φωτογραφία τσιγγάνα

Η Σοφία Βέμπο όμως έμελλε να μείνει στην ιστορία για έναν άλλο, απόλυτα σημαντικό λόγο. Αυτός φάνηκε με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940. Τότε, όλα τα θέατρα της Αθήνας ανέβαζαν πολεμικές επιθεωρήσεις. Οι ηθοποιοί, τραγουδιστές και οι λοιποί άνθρωποι του θεάματος είχαν βρει τον τρόπο να βοηθήσουν την πατρίδα. Έθεταν το ταλέντο τους στην υπηρεσία της, κάτι που αποδείχτηκε πολύ σημαντικό, εφόσον η εμψύχωση ήταν πραγματικά πολύ μεγάλης κλίμακας. Στο θέατρο ανέβαιναν μόνο πολεμικές σάτιρες πλέον. Το τραγούδι “Ζεχρά” που είχε γραφτεί πριν το πόλεμο του ΄40 και η Βέμπο είχε ξεσηκώσει όλη την Ελλάδα με την επιτυχία της έγινε μετά από δύο χρόνια κατά πολλούς ο δεύτερος Εθνικός μας Ύμνος. Οι στίχοι που μιλούσαν για την κορμοστασιά της Ζεχρά έγιναν στίχοι για το ορθό ανάστημα των παιδιών που πολεμούσαν στο χιόνι και το κρύο για να μην πέσει η πατρίδα στα χέρια του εχθρού. Ο πόνος και το κλάμα του παλικαριού που έχασε την αγαπημένη του Ζεχρά,όταν εκείνη παραδόθηκε σε έναν σεϊχη, έγινε ο πόνος και το κλάμα της μάνας. Της γυναίκας. Της κόρης του Έλληνα στρατιώτη. Τα ωχρά χείλη του παλικαριού που πρόφεραν το όνομα Ζεχρά έγιναν χείλη των πολεμιστών και φώναζαν “Αέρα”. Πάνω στο πάλκο η Βέμπο άρχισε να τραγουδά πατριωτικά πολεμικά τραγούδια στο νούμερό της στην επιθεώρηση, και κατάφερνε να εμψυχώνει τον στρατό και τον λαό με πρώτο το τραγούδι των Σουγιούλ/ Τραϊφόρου πάνω στη σκηνή του θεάτρου Μοντιάλ: «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, τι σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά…».

 


Τότε ήταν που η φιλοπατρία της έδειξε και άλλη μία πλευρά της. Το θέατρο Μοντιάλ άρχισε να παραχωρεί τις μισές από τις εισπράξεις του για την ενίσχυση του μετώπου. Σε μια συμβολική πράξη, πρόσφερε για ενίσχυση του Βασιλικού Ναυτικού το τεράστιο ποσό των 2.000 χρυσών λιρών. Το 1941 η Βέμπο συνέχισε νε νέα εμψυχωτικά τραγούδια και ερμήνευσε το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» και ακολούθησαν τα «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός», «Μας χωρίζει ο πόλεμος», κ.α.

Στην προσπάθεια να πάρουν κουράγιο οι έλληνες φαντάροι και να γιγαντωθεί το ηθικό τους, το Γενικό Επιτελείο Στρατού έστειλε τους δίσκους της Βέμπο σε όλες τις μονάδες στο μέτωπο. Πολύ σύντομα, η φωνή της Βέμπο έγινε η εθνική φωνή που εμψύχωνε τους Έλληνες με τις πολεμικές παρωδίες «Στον πόλεμο βγαίν’ ο Ιταλός», «Κορόιδο Μουσολίνι» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Η γλυκιά φωνή της, με το οξύμωρο της ειρωνείας να σταλάζει, εξευτέλιζε τον «φοβερό» Μουσολίνι. Έτσι προσέφερε στην Ελλάδα και στον αγώνα της.  Όπως χαρακτηριστικά η ίδια έλεγε: «Στον πόλεμο του ΟΧΙ», «όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου… Δεν μου χρωστάει λοιπόν κανείς, ούτε η Ελλάδα μας. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο». Σε κάποια άλλη στιγμή συγκλονισμένη, αφηγείται η ίδια: "Καθώς τραγουδούσα σε ένα μεγάλο θάλαμο, που ήταν κατάμεστος από τραυματίες, με πλησίασε μια νοσοκόμα και μου είπε χαμηλόφωνα, δείχνοντας μου έναν τραυματία, ο οποίος είχε δεμένο το κεφάλι με επιδέσμους: Πήγαινε Σοφία σε κείνο το παλληκάρι, σε κείνο τον ανθυπολοχαγόείχε χάσει και τα δυο τα μάτια του. Όλη την ώρα που τραγουδάς κλαίει με λυγμούς και δεν έχει κανέναν να τον παρηγορήσει. "Πλησίασα κοντά του ,τον χάιδεψα το κεφάλι και του ζήτησα να μην κλαίει. Του θύμισα ότι άλλοι δεν γύρισαν καθόλου, από την πρώτη γραμμή, άλλοι έχασαν τα πόδια τους τα χέρια τουςΤου είπα ότι όλοι εμείς θα είμαστε κοντά τουςκοντά στους τραυματίες μετά τον    πόλεμο και θα τους βοηθήσουμε να ξαναφτιάξουν την ζωή τους. Και ο ήρωας γύρισε και μου είπε αυτά τα μοναδικά λόγια: " Δεν κλαίω, Σοφία, γιατί έχασα τα μάτια μου. Κλαίω, γιατί δεν έχω άλλα δυο να τα δώσω για την πατρίδα..."

Αργότερα, με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, πολλοί Έλληνες διέφυγαν στη μέση Ανατολή. Το ζεύγος Βέμπο- Τραϊφόρος δεν το κατάφερε. Παράλληλα, η Σοφία βίωνε και τη δυσμένεια των Ιταλών που την δεν της επέτρεπαν να βγαίνει δουλεύει επαγγελματικά λόγω της λαλίστατης αντίθεσής της προς αυτούς. Πιο συγκεκριμένα, στις 9/8/1941 το Ιταλικό Φρουραρχείο Αθηνών εξεδωσε την υπ’ αριθ. Πρωτ. 13/2 διαταγή που υπέγραφε ο αντισυνταγματάρχης Κ. Μεόλι, αναφέροντας: «κατά την διάρκειαν του παρελθόντος πολέμου, εις το θέατρον Μακέδου, (η Βέμπο) ετραγουδούσε χιουμοριστικά και υβριστικά δια το ιταλικόν έθνος τραγούδια». Σημείωνε τονίζοντας ότι ο κόσμος την θαύμαζε, την χειροκροτούσε και την εκθείαζε για τα αντιιταλικά της τραγούδια, και παρακινούνταν η Αστυνομία «να παύση την δράσιν της στο τραγούδι εις όλα τα θέατρα της Ελλάδος». Επίσης, «Εις την ιδίαν θ’ αφαιρεθή το δελτίον καλλιτέχνιδος (άδεια) και του λοιπού θα απαγορεύεται να ανέλθη επί σκηνής».

Όπως αφηγείται η ίδια στην αυτοβιογραφία της στην καθημερινή ελληνόφωνη εφημερίδα της Νέας Υόρκης «Εθνικός Κήρυξ» το 1947, έζησε καταστάσεις και γεγονότα που ως σκοπό είχαν να την αποθαρρύνουν και να την σταματήσουν από την έντεχνη προπαγάνδα της εναντίον των κατακτητών. Ένα τέτοιο ήταν το εξής:

«Ένα βράδυ, βγαίνοντας από το θέατρο Μοντιάλ όπου εμφανιζόμουν και πηγαίνοντας στο Αλάμπρα όπου έπαιζε η αδελφή μου Αλίκη, ξαφνικά ένιωσα ένα τρομερό σε δύναμη κρύο χτύπημα στο πρόσωπο. Ηταν σαν σιδερένια γροθιά. Σωριάστηκα αμέσως. Επρόλαβα να φωνάξω: "Με σκότωσες, παλιάνθρωπε". Τίποτα άλλο, λιποθύμησα». Το πρωί της άλλης ημέρας το τηλέφωνο του σπιτιού της χτυπάει και αμέσως μια βαριά φωνή τής λέει: «Σ' τα σπάσαμε τα μούτρα για να μην μπορής να βγαίνης στο θέατρο και να λες αυτά που λες. Μην στεναχωριέστε, τους απάντησα, θα τα πω από το ραδιόφωνο. Ήταν φανεροί πλέον οι δολοφόνοι μου: ή φασίσται Ιταλοί ή άνθρωποι της Γκεστάπο». Η Βέμπο συνελήφθη και υπέγραψε όπου διαβεβαίωνε ότι δεν θα ξανατραγουδήσει πατριωτικά τραγούδια.

Όμως καμία τέτοια προσπάθεια δεν καρποφόρησε. Χαρακτηριστικό γεγονός αποτελεί η επίσκεψή της στο θέατρο ΑΘΗΝΑΙΟΝ μόλις μια βδομάδα μετά. Την Κυριακή 17/8/1941, η Βέμπο πήγε στο «Αθήναιον», Πατησίων και Μάρνη γωνία, για να δει την παράσταση και να χαιρετήσει τους συναδέλφους της. Όταν στο κατάμεστο θέατρο αντιλήφθηκαν την παρουσία της, την κάλεσαν να ανέβη στη σκηνή και να τραγουδήσει τα «Παιδιά της Ελλάδος», απαγορευμένο ήδη από τις κατοχικές Αρχές. Εκείνη αρνήθηκε ευγενικά αλλά το κοινό επέμεινε, και τότε ανέβηκε στη σκηνή, πήρε το μικρόφωνο, και τραγούδησε. Οι θεατές την αποθέωσαν όρθιοι και οι ιταλικές Αρχές… την αναζήτησαν να την συλλάβουν.

Το αποτέλεσμα όλων των προσπαθειών τους ήταν να πέφτουν στο κενό, και μόλις δύο μήνες μετά την απαγόρευση των Ιταλών, στις 17/10/41 της επιστράφηκε η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Το παρακάτω έγγραφο του αστυνομικού διευθυντή Αγγέλου Έβερτ αποκαλύπτει τη μεγάλη αυτή επιτυχία:

«Αρ. Πρωτ. 40965 Φ. 84/27 προς την επιτροπή Ασκήσεως του Επαγγέλματος του ηθοποιού, Ν. 5736: «Έχομεν την τιμήν […] να παρακαλέσω μεν υμάς όπως ευαρεστούμενοι επιστρέψητε την άδειαν ασκήσεως επαγγέλματος εις την Σοφίαν Βέμπο, καθ’ όσον επετράπη εις ταύτην να συνεχίση την καλλιτεχνικήν δράσιν της υπό ωρισμένους περιορισμούς δια τους οποίους υπέγραψε σχετικήν δήλωσιν, ήτις διεβιβάσθη υφ’ ημών εις την Διοίκησιν των Βασιλικών Καραμπινιέρων. Ο Διευθυντής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, Αστυνομικός Διευθυντής Β΄».

Τις αμέσως επόμενες μέρες σχεδίασε την φυγή της στη Μέση Ανατολή. Απευθύνθηκε στην οργάνωση «Μίδας 614» του Ιωάννη Τσιγάντε και με την βοήθειά αυτής καθώς και δύο ιερωμένων μετέπειτα μητροπολιτών, του Παντελεήμονος Φωστίνη Δράμας και Παντελεήμονος Καρανικόλα Κορινθίας, που έψαλαν και τη νεκρώσιμη ακολουθία της το 1978), στις 8 Οκτωβρίου του 1942 φυγαδεύτηκε μεταμφιεσμένη σε καλόγρια, με το όνομα Σοφία Βαμβέτσου.

Φωτογραφια αριστερά:  μεταμφιεσμένη για να διαφύγει στη Μέση Ανατολή 
Φωτογραφία δεξιά: με στρατιωτική στολή για εμψύχωση των στρατιωτών.

Τον Δεκέμβριο μετά από πολλές περιπέτειες έφτασε στο Κάιρο. Αργότερα έφυγε από την Ελλάδα και τη συνάντησε στο Κάιρο ο Τραϊφόρος και μαζί συμμετείχαν στο Συγκρότημα Ψυχαγωγίας που οργάνωσαν οι αγγλικές υπηρεσίες για τον συμμαχικό στρατό. Διευθυντής του Συγκροτήματος ήταν  ο τότε προϊστάμενος της Γενικής Διευθύνσεως Τύπου, Γεώργιος Σεφέρης. Ακόμα κι εκεί, το μεγαλύτερο μέρος από τα έσοδα των εμφανίσεων που πραγματοποίησε, πήγαιναν κατευθείαν για εθνικούς σκοπούς.

Μετά την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία, και το τέλος του πολέμου, το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, της διέθεσε πολεμικό αεροσκάφος για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το 1946 κι ενώ βρισκόταν στην Κύπρο, έλαβε ένα τηλεγράφημα  από το συμμαχικό στρατηγείο » «Ο συμμαχικός αγών σας οφείλει πολλά. Τιμής ένεκεν το συμμαχικό στρατηγείο επιθυμεί να είσθε ο πρώτος επίσημος Έλλην πολίτης που θα υποδεχθούν τα ελεύθερα Δωδεκάνησα. Ελληνικόν πολεμικόν αεροσκάφος θα σας μεταφέρει την 16ην Φεβρουαρίου  1946 και ώραν 8 εις την ελευθέραν Ρόδον».  Η υποδοχή της από τον κόσμο, στο νησί, ήταν ασύλληπτη!

Φωτογραφία στο κοκ πιτ του αεροπλάνου

Τότε όμως, και ενώ η καριέρα της βρισκόταν στο ζενίθ, αποφάσισε να πάει στην Αμερική όπου την προσκαλούσε ο απόδημος ελληνισμός. Έμεινε εκεί σχεδόν δυόμισι χρόνια (1947-1949) αλλά πάντα με την σκέψη να επιστρέψει στην πατρίδα. «Η Ελλάδα με δημιούργησε και σ’ αυτή θέλω να γυρίσω. Θέλω να τελειώσω της καριέρα μου στον τόπο που μου τα έδωσε όλα και με το παραπάνω»...

Η εμψύχωση των στρατιωτών ποτέ δεν σταμάτησε για τη Σοφία Βέμπο. Στην πραγματικότητα τίποτα δε στάθηκε ικανό να την σταματήσει. Πάνω στα κακοτράχαλα βουνά, χωρίς γογγητά ή δυσφορία, έτρεχε να συναντήσει και να στάξει λίγο βάλσαμο και να θυμίσει στους στρατιώτες τον ιερό σκοπό τους. στον Εμφύλιο έτρεχε όπου υπήρχαν φαντάροι της Ελευθερίας. 

"Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει

κη Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά

έβγ’ απτον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη

κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά

"https://www.youtube.com/watch?v=W6z-C9xYK9Y&ab_channel=%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%A0%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B4%CE%BF%CF%85


Εικόνα: Ιούνιος 1949. Η Βέμπο οδηγείται στο Βίτσι προς εμψύχωση των στρατιωτών. Οδηγεί ο αξιωματικός Αντώνης Αλεξόπουλος


Το ζευγάρι επέστρεψε στην ελεύθερη πια Αθήνα στα τέλη του 1949, και συνέχισε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία για τριάντα χρόνια ακόμα. Το 1949 η Βέμπο απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το «Θέατρον Βέμπο». Τότε,  ύστερα από τιμητική πρόσκληση του Γενικού Επιτελείου Στρατού για περιοδεία στις μαχόμενες μονάδες κατά τη μαύρη περίοδο του Εμφυλίου. 


Φωτογραφία: Σοφία Βέμπο και Μίμης Τραϊφόρος στο Άργος Ορεστικό. Στα πλαίσια της περιοδείας τους για την εμψύχωση του Ελληνικού Στρατού κατά την διάρκεια του Εμφυλίου. Ιούνιος 1948, κτίριο Συνεταιρισμού. 

Το 1957 μετά από τόσες περιπέτειες ζωής παντρεύτηκε τον Μίμη Τραϊφόρο, ο οποίος έγραψε πολλά τραγούδια για την αγαπημένη του. Η Σοφία Βέμπο όμως συνεργάστηκε και με άλλους εξαιρετικούς δημιουργούς όπως ο Μιχάλης Σουγιούλ και ο Γιώργος Οικονομίδης.

Η ευπατρίδης προσφορά του ζεύγους δε σταμάτησε εκεί. Πολύ αργότερα, κατά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου η Βέμπο είχε μετατρέψει το σπίτι της σε καταφύγιο των κυνηγημένων από τη χούντα φοιτητών, ώστε να γλιτώσουν τη σύλληψη. Όταν η Ασφάλεια ήρθε στο κατώφλι της, είπε στον επικεφαλής: «Εγώ δε φοβήθηκα τον Ντούτσε, δε φοβήθηκα τον Χίτλερ. Είναι δυνατόν τώρα να φοβηθώ εσάς; Είναι ποτέ δυνατόν να φοβηθώ τους δικούς μου; Και μ’ αυτή τη γενναία πράξη έπεσε η αυλαία των εθνικών της προσφορών». Ήταν η τελευταία πράξη ανθρωπιάς της μεγάλης αυτής Ελληνίδας.

Η μέρα της κηδείας της ήταν Καθαρά Δευτέρα. Παρόλη την ραστώνη της ημέρας, χιλιάδες κόσμου απότισαν το ύστατο χαίρε, και στην πραγματικότητα η κηδεία μετατράπηκε σε λαϊκό προσκύνημα.




Η Βέμπο τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος με πολλά παράσημα για τις υπηρεσίες που πρόσφερε. Πάνω απ’ όλα, η πανελλήνια συνείδηση της απένειμε το εύσημο και την ονόμασε «τραγουδίστρια της νίκης».

Στη θεϊκή φωνή της ανήκει και το ρομαντικότερο τραγούδι όλων των εποχών:


ΠΗΓΕΣ:

ΤΥΠΟΣ:

ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΥΡΗΞ

ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ:

https://www.iefimerida.gr

https://www.ewoman.gr

https://cretablog.gr
https://www.pontosnews.gr

https://www.sansimera.gr

https://www.thepressroom.gr

https://www.thetoc.gr

https://www.vimaorthodoxias.gr 

https://www.youtube.com/

Φωτογραφία Άργους Ορεστικού:

Πασχάλης Κοντόπουλος