Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΟΥΝΑΣ

 

Η Καστοριά αποτελεί από τους λίγους μοναδικούς πλέον τόπους όπου γίνεται η επεξεργασία γούνας και δέρματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Έως ακόμα και σήμερα η οικονομία της εξαρτάται επί το πλείστον από την βιομηχανία της γούνας.

Η γούνα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη ιστορία. Για χιλιάδες χρόνια, η γούνα ήταν ένα υλικό που αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου. Ευρήματα υπάρχουν από 170.000 πριν την εποχή μας. Από τη «μεταδοτική μαγεία», σε έναν τρόπο να διατήρησης της σωματικής θερμότητας, σε μια δήλωση μόδας, έως και την επίδειξη της οικονομικής ευρωστίας, η γούνα έχει χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους σε όλη την ιστορία. Η γούνα πίστευε κάποτε ότι είχε «μεταδοτική μαγεία». Τι σημαίνει αυτό?  Οι κυνηγοί στην πρώιμη ιστορία συνήθιζαν να πιστεύουν ότι το να φορούν τη γούνα ή το δέρμα ενός συγκεκριμένου ζώου θα τους έδινε μια ιδιαίτερη σύνδεση με αυτό το ζώο. Εάν για παράδειγμα φορούσαν το δέρμα μιας λεοπάρδαλης, θα κέρδιζαν την ταχύτητα και τη νοημοσύνη της. Θα τους καθοδηγούσε στο ταξίδι τους στη ζωή.

Εικόνα: πρωτόγονος ιερέας ενδεδυμένος με γούνα

Από την αυγή της ανθρωπότητας λοιπόν, αποτέλεσε το κυριότερο υλικό ένδυσης για την προστασία του σώματος και την αποφυγή του κρύου. Τα ζώα που χρησιμοποιήθηκαν αρχικά ήταν τα ίδια που κυνηγιούνταν και χρησιμοποιούνταν για τροφή. Με το πέρασμα των αιώνων, εξευγενίζονταν η γούνα και οι λεπτότερες και πιο εξωτικές γούνες ήταν ένα σύμβολο ευημερίας και κατάστασης στις αρχαίες κοινωνίες της Ελλάδας. Από τότε εκτιμούνταν από τους Έλληνες. Τα γούνινα εξωτερικά ενδύματα φοριούνταν μόνο από τις ανώτερες τάξεις, καθώς και σε τελετές. Πολύ αργότερα, καθώς ανακαλύφθηκε και εξελίχθηκε η υφαντουργική, η γούνα κάπως παραγκωνίστηκε και πλέον γουναρικά φορούσαν μόνο οι πένητες και οι σκλάβοι. Κακής ποιότητας γουναρικά βέβαια, επειδή τα υψηλής ποτέ δεν έχασαν την αξία τους και ήταν και άπιαστο όνειρο για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Η γούνα ξαναβρήκε την χαμένη της αίγλη από τα χρόνια της ίδρυσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και συγκεκριμένα όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.

Για χιλιάδες χρόνια, η επεξεργασία της αποτέλεσε μια τέχνη που μεταφέρονταν από το δάσκαλο στο μαθητή, οι οποίοι ήταν συνήθως πατέρας και γιος, και παρέμενε στην κληρονομιά της οικογένειας. Στο πέρασμα των αιώνων εξελίχθηκε σε τέχνη υψηλής ραπτικής, με τους επί κεφαλής των εταιριών να κάνουν τα αδύνατα δυνατά ώστε να αποφύγουν την πρόωρη αποκάλυψη ακόμα και την κλοπή των σχεδίων τους από τους ανταγωνιστές τους. Η γούνα πλέον αναδεικνύεται σε εξαιρετικό έργο τέχνης και είναι εντελώς φυσικό υλικό μόδας που χαρακτηρίζεται ως ανανεώσιμος πόρος με εξαιρετικές θερμικές ιδιότητες. Παράλληλα, είναι εξ’ ολοκλήρου βιοαποικοδομήσιμη με αμελητέες επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Η μακρά ιστορία της γούνας στην Καστοριά έχει παράξει τεράστιες τεχνικές ικανότητες, δεξιότητες και γνώσεις. Ως στοιχείο, καταγράφεται εδώ και 6 αιώνες περίπου κατά τον 14ο αιώνα, αλλά είναι πολύ πιθανόν οι κάτοικοι της περιοχής να επεξεργάζονταν δέρματα από τους αρχαίους και ακόμα πιο παλιούς χρόνους, δεδομένου του ότι η μορφολογία της περιοχής ήταν ανέκαθεν πλούσια σε άγρια ζωή και κυνήγι, και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Αναφορές επίσης υπάρχουν περίπου από τον 10ο αιώνα, ο 14ος αιώνας όμως αποτελεί ξεκάθαρο ορόσημο επειδή η πόλη ήταν γνωστή για την παραγωγή και παροχή των γούνινων πανωφοριών των αξιωματικών του Βυζαντίου, που γίνονταν αποκλειστικά από δέρμα ερμίνας. Η ηγεσία και τα μέλη της αυτοκρατορικής αυλής φορούσαν τα γουναρικά τους ως δημόσια εμφάνιση υψηλού κύρους. 

Αρχικά, την τέχνη την ανέπτυξαν οι Καστοριανοί που δούλευαν στην Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή. Εκεί, η τέχνη της γουνοποιίας και το εμπόριο της γούνας άνθισαν επειδή η γούνα ήταν απαραίτητο στοιχείο στις οθωμανικές στρατιωτικές στολές, καθώς και στα ρούχα των αυλικών και των αξιωματούχων των σουλτάνων.  Και ήταν αναμενόμενο οι Καστοριανοί να την φέρουν πίσω στην πατρίδα τους. Αυτό συνέβη όταν μετά την Άλωση της Πόλης, έφυγαν οι Καστοριανοί, όπως και οι εξόριστοι του Βυζαντίου, βρέθηκαν στην Καστοριά. Και βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να αναπτύξουν την τέχνη τους. Σ’ αυτό συνέβαλε και η ύπαρξη της λίμνης που εφοδίαζε με άφθονο νερό τα βυρσοδεψεία. Η πρωτοτυπία των Καστοριανών συνίσταται στο γεγονός ότι εφόσον δεν υπήρχε η αναλογικά μεγάλη προσφορά σε σύγκριση με τη ζήτηση σε δέρματα, οι Καστοριανοί άρχισαν να αξιοποιούν όλα τα γουνοφόρα μέρη του ζώου, όπως πόδια και ουρές κάτι που δεν ίσχυε νωρίτερα.

Η αληθινή όμως άνθιση άρχισε περίπου 200 χρόνια μετά, κατά τον 16ο αιώνα, όταν οι έμποροι γούνας άρχισαν να εισάγουν  πρώτες ύλες από το εξωτερικό, τις επεξεργάζονταν στο χέρι με πολύ απλά εργαλεία, έφτιαχναν όμορφα γουναρικά που τα διένημαν στην Ευρώπη όπου απ’ άκρη σ’ άκρη γίνονταν ανάρπαστα. Τότε, τον 16ο αιώνα δηλαδή, οι πρώτοι έμποροι από την Καστοριά εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία και την Ρωσία. Τότε η γούνα αποτελούσε και τεκμήριο αναγνωρισιμότητας της κοινωνικής ανωτερότητας πράγμα που βοηθούσε στην περεταίρω ζήτησή της. Τότε, και συγκεκριμένα το 1574 υπάρχει η πρώτη γραπτή αναφορά στην ισχυρότατη συντεχνία των Καστοριανών γουνοποιών. Πρόκειται για ένα Πατριαρχικό σιγγίλιο με το οποίο ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ανέθεσε τον έλεγχο της περιουσίας των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους σ’ αυτήν την περίφημη συντεχνία των Καστοριανών γουναράδων της Κωνσταντινούπολης. «Παρεκινήσαμεν αυτούς και προετρεψάμεθα αναδειχθήναι την επιτροπικήν διοίκισιν και επιστασίαν της μονής ταύτης και πάντα κόπον και αγώνα και μόχθον καταβαλείν αφειδώς εις λυσιτέλειαν και ωφέλειαν του ιερού τούτου και σεβασμίου Μοναστηρίου (...)» - ΙΕΕ, Τόμος ΙΑ΄σ.191

Άλλη μία μαρτυρία, του Μητροπολίτη Καστοριάς Ιωακείμ Λεπτίδη αναφέρει ότι σε γραπτό που είχε ανακαλύψει (χωρίς περεταίρω πληροφορίες) η τέχνη της γουνοποιίας μεταφέρθηκε στην Καστοριά στις αρχές του 17ου αιώνα. Μάλιστα, δύο αδέλφια, ο Γεώργιος και Ευστάθιος Παπαϊωάννου εκ Καστοριάς έσωσαν τα παιδί ενός Εβραίου που κινδύνευσε να πνιγεί στη λίμνη Ορεστιάδα. Εις ένδειξη της απέραντης ευγνωμοσύνης του, ο Εβραίος τους έστειλε στη Ρουμανία σε κάποιους φίλους του ώστε να διδαχθούν την τέχνη. Και ερχόμενοι πίσω στον τόπο τους έφεραν και τις γνώσεις τους. Αργότερα στον 17ο αιώνα, ο τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (Evliya Çelebi) που επισκέφτηκε την Καστοριά το 1650, την χαρακτήρισε τόπο με πλούσιους γουνοποιούς, οργανωμένους σε συντεχνία, οι οποίοι για να επιδείξουν τον πλούτο τους, έχτιζαν και συντηρούσαν από μια εκκλησία η κάθε οικογένεια.  Και οι εκκλησίες πλήθαιναν και ήταν 70, και ήταν γεμάτες από τάματα γουνοποιών. Ακόμα και το βλάχικο χωριό Κλεισούρα κατοικούνταν στο μεγαλύτερο ποσοστό από γουναράδες. Ο Antoine Olivier, ένα ταξιδευτής του 17ου αιώνα, αναφέρει στα ημερολόγιά του ότι οι γυναίκες της Κωνσταντινούπολης της εποχής εκείνης, είχαν στην γκαρνταρόμπα τους περίπου 12 κομμάτια από γούνινα πανωφόρια η κάθε μια, που κόστιζαν ολόκληρη περιουσία. Η γούνα τότε αποτελούσε το εσωτερικό των πανωφοριών, καθώς και μερικώς εξωτερικά στολίσματα, όπως μανσέτες, τσέπες και γιακάδες. Καθώς επίσης και ότι οι έχοντες και κατέχοντες και ικανοί να αποκτήσουν, ιδιαίτερα στην Έλληνες Κωνσταντινούπολη φορούσαν τις γούνες δύο και τρεις μαζί, τη μία πάνω στην άλλη. Όπως παρατηρεί αρκετά αργότερα ο Γεώργιος Βυζυηνός «αυτή τη ματαιόδοξη τάση επιδείξεως της διοικητικής και οικονομικής αριστοκρατίας της Κωνσταντινοπόλεως εκμεταλλεύθηκαν οι Έλληνες γουναράδες και δημιούργησαν το προσοδοφόρο επάγγελμα και εμπόριο που απλώνονταν και έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, στην μακρινή Ολλανδία».

Εικόνα: Καστοριανό παραδοσιακό γούνινο παλτό με εσωτερική γούνα

Τα Καστοριανά γουναρικά ήταν τα καλύτερα και πιο αναζητήσιμα. Οι Καστοριανοί γουνοποιοί είχαν ιδρύσει και συντεχνία στην Πόλη, με το όνομα «Ρουφέτιον των Γουναραίων».  Και ήταν η ισχυρότερη από όλες τις υπόλοιπες. Ιδιαίτερα δυναμική και δραστήρια, χρησιμοποιούμε τις δυνατότητές της τελώντας κοινωφελή έργα. Μάλιστα ένα όνομα πολύ γνωστό της εποχής ήταν ο Μανωλάκης ο Καστοριανός ο «αρχιγούναρης», κατά κόσμον Εμμανουήλ Μάνος, που τέλεσε πρόεδρος του Συνδικάτου Γουνοποιών Κωνσταντινούπολης. Ήταν ο επίσημος προμηθευτής γουναρικών του Μεχμέτ Δ’. Υπήρξε και αληθινός ευεργέτης, χτίζοντας σχολεία στην Πόλη, την Άρτα, Πάτμο και την Χίο.

Και οι φτωχοί Έλληνες των εποχών εκείνων φορούσαν γουναρικά, που όμως ήταν φτιαγμένα από «ευτελή» και πολύ φθηνά υλικά. Η πρώτη ύλη αποτελούνταν συνήθως από δέρμα λαγών, τσακαλιών και προβάτων. Από τότε και κατά τον επόμενο αιώνα, τον 18ο, η γούνα κατέκτησε τον κόσμο. Πέραν της ανωτερότητας, αποτελούσε και σημάδι κομψότητας, οπότε και επιβλήθηκε με ταχύτητα αστραπής ανάμεσα στους «καλούς» κύκλους, όπως και στους πιο ταπεινούς, όνειρο να την αποκτήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να εφαρμοστεί απαγόρευση κατασκευής και πώλησης των γουναρικών με σουλτανικό διάταγμα το 1713 λόγω «σπανίς γουνών». Κι έτσι επινοήθηκαν οι χορδάδες.

Εικόνα: μεταγενέστερη, ράψιμο χορδάδων

Οι χορδάδες αποτελούν καθαρά Καστοριανή επινόηση, η οποία πραγματοποιήθηκε στην προσπάθεια να γίνουν εκμεταλλεύσιμα και τα παραμικρά κομμάτια πρώτης ύλης. Μ’ αυτήν τη μέθοδο, τα αποκόμματα που οι άλλοι γουνοποιοί πετούσαν, γίνονταν ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Σ’ αυτό συνέβαλαν ένα σωρό τεχνίτες, όπως ο διαλογέας, ο κόφτης, ο χρωματιστάς και ο σταματωτής, ώσπου να έρθει για τέλη διαμόρφωση το παλτό.  Ακόμα και οι χορδάδες ξεπουλούσαν. Οι εθνικές ευεργεσίες δε σταμάτησαν καθόλου όμως. Ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, κατά το 1780 ανέθεσε στο Ρουφέτιον την επιστασία της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, και μάλιστα κατόπιν ιδιαίτερης απαίτησης των ίδιων των μοναχών της.

Αργότερα, κατά τον 19ο αιώνα, σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη κρίση στον κλάδο της γούνας μεταξύ του 1825- 1850 όπως πληροφορεί ο Βυζάντιος Σκαρλάτος. Υπαίτια ήταν η αλλαγή της ενδυμασίας. Μ’ αυτήν την αφορμή σημαντικός αριθμός κατοίκων της περιοχής της Καστοριάς ταξίδεψε και εγκαταστάθηκε στα μεγάλα βιομηχανικά και αστικά κέντρα του κόσμου και βοήθησε στη διάνθιση του εμπορίου της γούνας. Η ζήτηση πλέον ήταν πολύ μεγαλύτερη από την προσφερόμενη ποσότητα. Αυτό που δημιουργούνταν ως επί το πλείστον, ήταν τα εσωτερικά μέρη των ανδρικών παλτών που καλύφθηκαν με γούνα και τα εξωτερικά μέρη ήταν κατασκευασμένα από άλλα υλικά. Επίσης, γυναικεία παλτά ολόκληρα, καθώς και τμήματα αυτών όπως η φούστα, οι καρποί των μανικιών και τα κολάρα στο λαιμό. Μέγας έμπορος γουναρικών των χρόνων εκείνων ήταν ο Νικόλαος Σκουφάς, γνωστός από την ενεργό συμμετοχή του στην Φιλική Εταιρεία. Ακόμα ένας πολύ γνωστός Καστοριανός γουνέμπορος ήταν και ο Παναγιώτης Παπαναούμ που υπηρέτησε και ως Πρόξενος της Ελλάδας στη Βιέννη, και υπήρξε μέγας ευεργέτης της Καστοριάς, χτίζοντας σχολεία, και της Ελλάδας, χρηματοδοτώντας την Κριτική Επανάσταση το 1866. Αλλά, και στην υπόλοιπη Ευρώπη υπήρχαν Καστοριανοί γουνοποιοί και γουνέμποροι που υπήρξαν μεγάλοι ευεργέτες, όπως ο Γεώργιος Καστριώτης, που ήταν αξιωματούχος του ηγεμόνα της Ουγγαροβλαχίας Κωνσταντίνου Μπασαράμπα Μπραγκοβάνου, και ίδρυσε Σχολή στην Καστοριά. Επίσης, ο Χριστόδουλος Ζάχος, που γεννήθηκε το 1803 στην Καστοριά. Γόνος άπορης οικογένειας, κατάφερε και με την προκοπή του δεν ξέχασε τον τόπο του. Χρηματοδότησε πολλά σχολεία της πατρίδας του. Ανάλογα συμπεριφέρθηκαν και άλλοι μεγάλοι ευεργέτες γουναράδες, όπως οι αδελφοί Εμμανουήλ, που υπήρξαν συνεργάτες του Ρήγα Φεραίου, και τόσοι άλλοι.

Και επήλθε μια ακόμα κρίση το 1880. Και συνέβη το πρώτη κύμα μετανάστευσης των Καστοριανών. Τα καράβια για την Αμερική γέμισαν, και η Νέα Υόρκη άρχισε να υποδέχεται τους γουναράδες.  Και ήρθε η στιγμή που η γούνα ξαναπήρε την θέση που της άρμοζε στην κορυφή της μόδας.   Ως τότε, όλα γινόταν χειροκίνητα, με παλαιότατα εργαλεία, αλλά με την ραγδαία εξάπλωση της ήταν επιτακτική ανάγκη η τέχνη να εκσυγχρονιστεί.

   

Εικόνα: ραμμένο στο χέρι με παμπάλαια εργαλεία

Έτσι, παρουσιάστηκε το 1884 η τεχνική συρραφής των μοσχευμάτων στην Καστοριά. Τότε ήταν που εισήχθη η πρώτη ραπτομηχανή γούνας στην Ελλάδα, και ξεκίνησε η βιομηχανοποίηση του κλάδου.

 

Εικόνα: μηχανή 1884

Άρχισε η βιομηχανοποίηση της πλέον. Βέβαια, ακόμα και σήμερα, μεγάλο μέρος της διαδικασίας γίνεται με το χέρι. Η βιομηχανία γούνας εξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη στη σωστή τεχνική και την τέχνη των Καστοριανών γουναράδων. Παρόλα αυτά, δεν έλειψαν οι γουνέμποροι που σε κάθε περίπτωση και δοθείσης της ευκαιρίας βοηθούσαν το Γένος και τους αγώνες τους. Έτσι, ο γουνέμπορος Κωστάκης Πουλιόπουλος που δραστηριοποιούνταν στο Λονδίνο, μέσα στους χορδάδες έκρυβε ρούχα για τους Μακεδονομάχους, και προσέφερε την οικία του ως τόπο συνάντησής τους.  Συνεχίζοντας την ιστορία της, η γούνα συναντάται σε ένα μεγάλο κέντρο της εποχής, στη Λειψία.

Εικόνα 4: γουναράδες γύρω στα 1900

Εκεί από τον 19ο αιώνα βρίσκονταν 100 Έλληνες γουνοποιοί και γουνέμποροι. Τον επόμενο αιώνα, όπως αναφέρει ο  Εμίλ Μπρας το 1925 από τη Λειψία δεν έλειπαν οι Καστοριανοί που με την γραφική τους ενδυμασία αναζωογονούσαν τους δρόμους της Λειψίας. πίσω στην πατρίδα, οι Καστοριανοί ιδρύουν τον Σύνδεσμο Γουνοποιών «ο προφήτης Ηλίας», για την καλύτερη προάσπιση των συμφερόντων τους.

Εικόνα: σύνδεσμος γουνοποιών

Η εξάπλωση της γούνας συνεχίστηκε και στον επόμενο αιώνα, και σ’ αυτό συνέβαλε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η γούνα δε σταμάτησε να εξελίσσεται και η Καστοριά κατόρθωσε ιδιαίτερα στο τέλος του, να καθιερωθεί ως το παγκόσμιο κέντρο επεξεργασίας της γούνας. Μεταπολεμικά, και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, άρχισε η μετανάστευση των Ελλήνων και δη των Καστοριανών. Έτσι, κατά το τέλος της δεκαετίας του 1940 χιλιάδες Καστοριανοί κατέφθασαν στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος για να στήσουν τις γουνοποιητικές επιχειρήσεις τους. Υπερατλαντικά, το κέντρο γούνας ήταν η Νέα Υόρκη, ενώ στην Ευρώπη, οι σημαντικότερες συμφωνίες και αγοραπωλησίες γίνονταν στην Φρανκφούρτη. Είτε στο εξωτερικό, είτε στη μητροπολιτική Καστοριά, οι οικογενειακές επιχειρήσεις δούλευαν ασταμάτητα μέρα και νύχτα για να καλύψουν την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση.

Στη δεκαετία του 1950, πολλοί ηθοποιοί και άνθρωποι του θεάματος φορούσαν πολυτελή γούνινα παλτά τόσο στις ταινίες τους όσο και στην ιδιωτική τους ζωή. Ως εκ τούτου, οι τιμές της γούνας άρχισαν να αυξάνονται σταδιακά. Μετά από αυτές τις εξελίξεις, οι σχεδιαστές άρχισαν να δημιουργούν πιο ευκολοφόρετη εμφάνιση με γούνες. Τα γούνινα παλτά παρήχθησαν κοντά και τα γούνινα μπουφάν άρχισαν να φοριούνται κατά τη διάρκεια της ημέρας. 

Κατά τις  δεκαετίες ’70 και '80, πολλές μικρές επιχειρήσεις παραγωγής γούνας άρχισαν να λειτουργούν στην πόλη. Περίπου 6.000 με 15.000 εργάτες. Θα μπορούσε και να ονομαστεί η Χρυσή Εποχή της Καστοριάς. Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, οι Καστοριανοί είχαν το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, και μάλιστα κάποια χρόνια ήταν η κλίμακα παγκόσμια. Εκείνες τις δεκαετίες, η επίσημη έναρξη του “pret a porte”, της επίδειξης δηλαδή στην Καστοριά, ξεκινούσε στην πιο σημαντική μέρα της πόλης: 11 Νοεμβρίου, αφιερωμένη στον Άγιο Μηνά που είναι και ο Πολιούχος προστάτης της, καθώς και ημέρα μνήμης, εφόσον γιορτάζει τα Ελευθέριά της από τον οθωμανικό ζυγό. Καθοριστική η ημέρα εκείνη, καθώς όλος ο κόσμος μετέβαινε στους ιερούς ναούς για την δοξολογία, και κυρίως στον Άγιο Μηνά στο Ντολτσό, που ασφυκτιούσε από την πολυκοσμία. Οι κυρίες όλες λοιπόν, τότε λάνσαραν τα νέα μοντέλα που τους είχαν ράψει οι σύζυγοί τους αποκλειστικά γι’ αυτές Έτσι γέμιζαν οι αυλόγυροι των εκκλησιών και οι δρόμοι για την γιορτή με πρωτότυπα σχέδια σε δέρμα βιζόν, αλεπού, Αστραχάν και τόσες άλλες πανάκριβες πρώτες ύλες, σε κάθε φυσική απόχρωση. Οι κυρίες προσπαθούσαν να κάνουν τη μεγαλύτερη κατά το δυνατό εντυπωσιακή εμφάνιση, ώστε αργότερα να αποτελέσουν θέμα συζήτησης στα «καλά» σαλόνια της πόλης. Το τσουχτερό κρύο της εποχής ήταν καλός σύμμαχός τους, καθώς ένιωθαν άνετα μέσα στο ζεστό, πολύτιμο, μοναδικά πρωτότυπο πανωφόρι τους. Μη έχοντας μεγάλες δυνατότητες διαφήμισης και επιλογής, αυτού του είδους οι «συζητήσεις» ήταν ό, τι καλύτερο μπορούσαν να κάνουν για να αποσπάσουν θερμές κριτικές για την οικογενειακή επιχείρηση. Και από στόμα σε στόμα να γίνει γνωστή η νέα κολεξιόν. Για την προώθηση του προϊόντος της γούνας τότε αποφασίστηκε και θεσπίστηκε ο θεσμός της Έκθεσης Γούνας. Πολύ επιτυχημένος, σύντομα έγινε παγκόσμιος με εκθέτες Καστοριανούς αλλά και ενδιαφερόμενους πελάτες από όλο τον κόσμο.  Η 1η Έκθεση έλαβε χώρα στις 22 Μαΐου 1976, τα εγκαίνιά της έγιναν στο Πνευματικό Κέντρο της Καστοριάς, ενώ τα εκθέματα παρουσιάστηκαν στις 3 αίθουσες της Λέσχης Γουνοποιών που στεγάζονταν τα γραφεία του Συνδέσμου Γουνοποιών Καστοριάς.


Εικόνα 7: εγκαίνια 1ης έκθεσης και φωτογραφία από γκαλά

Παράλληλα, εκείνη την περίοδο, ή και λίγο πιο νωρίς, δημιουργήθηκε και η Τεχνική Σχολή Μαθητείας και Γουνοποιίας  της Καστοριάς, με στόχο την εκπαίδευση και εξειδίκευση των μελλοντικών γουνεργατών στην τέχνη της γουνοποιίας. Όμως η γούνα αποτελούσε πάντα οικογενειακή υπόθεση και η τεχνική της ήτα επτασφράγιστο μυστικό. Έτσι, κάθε επιχείρηση είχε τους δικούς της τεχνίτες που προτιμούσαν «να τους κοπεί το χέρι» παρά να διδάξουν μυστικά αλλού. Και η τέχνη, όταν ήταν απαραίτητο, διδάσκονταν στους οικείους τους. Η τέχνη έπρεπε να μη γίνει γνωστή και φύγει από την πόλη. Αλλά η μεγάλη άνθησή της υπαγόρευε και την πρόσληψη πολλών χεριών, και εφόσον μπορούσαν να είναι διδαγμένα από πριν, τόσο το καλύτερο.

Εικόνα: πτυχιούχοι της Σχολής μαθητείας και γουνοποιίας Καστοριάς το 1970 Διαφαίνονται οι : Χρήστος Μήτρας, Δημήτρης Τόσκος, Γρηγόρης Πανταζής, Δημήτρης Μαυροβίτης, Δόκαλος Λουκάς, Παπαγεωργίου Κώστας, Ιερόπουλος Χρόνης, Πριονίδης, Πελαγίδης (Καθηγητής), Μασιακός (Καθηγητής), Κοκκαλένιος Μάκης

Ακόμα και στη σημερινή εποχή, που η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει υπεισέρθει για τα καλά στη ζωή μας και ανταγωνίζεται αυτήν την θλιβερή εγχώρια, έχουν ενισχύσει και την κρίση στον κλάδο της γούνας. Παρόλα αυτά, οι εναπομείναντες Καστοριανοί γουνοποιοί δεν το βάζουν κάτω, δεν κάνουν έκπτωση στις δεξιότητές τους, και ποτέ στην ποιότητα των γουναρικών τους. Γιατί όταν λέμε Ελληνική γούνα, το μυαλό μας ταξιδεύει κατευθείαν στην Καστοριά, που είναι συνώνυμη της παράδοσης, της ποιότητας και ταυτόχρονα του εκσυγχρονισμού στο αέναο αυτό προϊόν.

Τα περισσότερα δέρμα τα πωλούνται σε δημοπρασία σε εμπόρους, κατασκευαστές και μεσίτες τους. Τα κύρια κέντρα δημοπρασιών είναι η Νέα Υόρκη , το Μόντρεαλ και η Αγία Πετρούπολη .

Ως κλάδος που απαρτίζεται στο μέγιστο ποσοστό από ορθόδοξους Έλληνες, δεν μπορούσε να μην έχει τον προστάτη της Άγιο. Ο Προφήτης Ηλίας είναι ο προστάτης των γουνοποιών και γουνεργατών. Τον θωρούμε ντυμένο πάντα τη μηλωτή, το δέρμα προβάτου. Δεν το αποχωριζόταν ποτέ, παρά μόνο στο τέλος, που κατά την πορεία του στον ουρανό, το άφησε να πέσει στα χέρια του Ελισαίου. Στην ιστορία του, με την προβιά του κτύπησε τον ποταμό Ιορδάνη. Αμέσως σχίστηκε στο μέσο και έγινε δρόμος και πέρασε στην απέναντι όχθη με τον Ελισαίο και άλλους πενήντα ανθρώπους. Η μνήμη του τιμάται με κάθε μεγαλοπρέπεια από τους Καστοριανούς της 20η Ιουλίου.

  

Εικόνα 8. Και 8.1: προφήτης Ηλίας και λογότυπο του συνδέσμου γουνοποιών

Η βιομηχανία διατηρεί παραδοσιακές μορφές επεξεργασίας. Τα μυστικά της τέχνης της γούνας κληρονομήθηκαν από γενιά σε γενιά με αποτέλεσμα τη σύγχρονη εξέλιξη της βιομηχανίας να ολοκληρωθεί για να μην απομακρυνθεί από την παράδοση, έτσι ώστε η παραγωγή να διατηρήσει την ιδιαιτερότητα που την κάνει να ξεχωρίζει στη διεθνή αγορά. Επομένως, κάθε γούνα είναι μοναδική και είναι ο δημιουργός και όσοι φορούν ένα έργο υψηλής ποιότητας και τεχνικής. Κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ.

Μέχρι πολύ πρόσφατα, ο συνεχόμενος θόρυβος των ραπτομηχανών ακουγόταν σε κάθε σπίτι. Η πόλη βούιζε από τις χιλιάδες μηχανές. Έξω από τα εργαστήρια, μεγάλες ξύλινες τάβλες με δέρματα λεπτοδουλεμένα και καρφωμένα πάνω σ’ αυτές, στέγνωναν στον ήλιο. Αυτή ήταν μια πολύ γνώριμη εικόνα, συνυφασμένη με την καθημερινότητα της πόλης. Στην Καστοριά μπορούσε ουσιαστικά ο περιπατητής να περπατήσει στο βιζόν.



Εικόνα: ράψιμο και σταμάτωμα δερμάτων

Πολύ λίγο φαίνεται να έχει αλλάξει σε εξακόσια χρόνια. 

Εικόνα: ο αείμνηστος κ. Συμεών Αναγνώστου ράβει στο τεζιάκι, δεκατία '90.

Εικόνα: Χαρακτηριστικό εργαστήριο γούνας στα τέλη της δεκαετίας '40. Ο κύριος Συμεών Αναγνώστου στο κέντρο.
Εικόνα: Χαρακτηριστικό εργαστήριο επεξεργασίας γούνας στην Καστοριά αρχές της δεκαετίας . Ο 1ος αριστερά ο κ. Δημήτριος Σπύρου και δεξιά διακρίνεται ο κ. Βαγγέλης Τσούμας.

Στην παγκόσμια οικονομία του 21ου αιώνα, το πολυτελές γούνινο παλτό πλήρους μήκους υπόκειται σε διάφορες διαδικασίες ταυτοποίησης αι πιστοποίησης, ως εμπόρευμα και σημάδι της ελίτ και του υλικού πλούτου σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης. Αυτό που διαφέρει σημαντικά στις αρχές του 21ου αιώνα, είναι ότι τα ενδύματα γούνας, ειδικά εκείνα που φορούν οι γυναίκες, υπόκεινται τώρα σε έντονο έλεγχο για τους κινδύνους που θέτουν στην οικολογική σταθερότητα του πλανήτη. Η πολιτική και η μόδα γούνας έχουν γίνει τόσο αλληλένδετες στο σύγχρονο περιβάλλον που είναι αδύνατο να συζητηθούν μόδα γούνας χωρίς αναφορά σε οικολογικούς αγώνες.

 ΠΗΓΕΣ

ΠΗΓΕΣ

Ιστός:

http://abelfurs.store

https://www.ankas.gr/index.php/2011-05-16-14-40-01.html

https://aquamarine-moscow.ru

https://beyazura.com

https://blogs.getty.edu

https://en.wikipedia.org

https://fashion-history.lovetoknow.com

https://geonews.gr

https://sentra.com.gr/

https://u.osu.edu/clotheslines

https://www.andrianafurs.com

https://www.britannica.com

https://www.diamondfurs.ru

http://www.economy365.gr

https://www.ekklisiaonline.gr

https://www.feelvic.com

https://www.furfair.gr

https://www.greekfurs.com

https://www.hauteacorn.com

https://www.mysteriousgreece.com

https://www.nytimes.com

Τύπος:

ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ- ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΥΡΗΞ Σάββατο 18 - Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Συγγράμματα

Ο τομέας της γουνοποιίας στο Νομό Καστοριάς . Σημερινή κατάσταση και προοπτικές, Νικόλαος Αζεμόπουλος.

Ελληνική Οικονομική Ιστορία. Οικονομία, Κοινωνία και Κράτος στην Ελλάδα (18ος- 20ος αιώνας), Βασίλης Πατρώνης.

Φωτογραφικό Υλικό:

(Φωτ 3) Παναγιώτης Εφόπουλος

(Φωτ 10) Λεωνίδας Πουλιόπουλος

Παραπάνω ιστός

Προσωπικό αρχείο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου